ορθοστερεοσκοπία

ορθοστερεοσκοπία
η
(φωτογραμμ.) συνθήκη τής στερεοσκοπικής όρασης στη φωτογραμμετρία, κατά την οποία το τρισδιάστατο όραμα φαίνεται κάτω από την ίδια κλίμακα τού ζεύγους τών στερεοεικόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthostereoscopy < ορθ(ο)*- + στερεοσκοπία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοστερεοσκοπικός — ή, ό [ορθοστερεοσκοπία] φρ. «ορθοστερεοσκοπικό όραμα» (φωτογραμμ.) εικόνα τής στερεοσκοπικής όρασης η οποία σχηματίζεται κατά την ορθή φορά, δηλαδή η δεξιά εικόνα μόνον από το δεξιό μάτι και η αριστερή μόνον από το αριστερό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”